μανδαρίνος

μανδαρίνος
μανδαρίνος, ο και μανταρίνος, ο
(λ. ινδ.)
1. τίτλος που απένειμαν οι αυτοκράτορες της παλιάς Κίνας στους ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους της χώρας.
2. μτφ., γραφειοκράτης ανώτερος υπάλληλος σχολαστικά προσκολλημένος στους τύπους ή την παράδοση, συντηρητικός: Οι μανταρίνοι βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν το πρωτοποριακό νομοσχέδιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • μανδαρινάτο — το το σύνολο τών μανδαρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδαρίνος + κατάλ. άτο (πρβλ. αδελφ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • μανδαρινισμός — ο 1. η νοοτροπία και πρακτική τού μανδαρίνου 2. μτφ. αποκλειστική προσήλωση στην παράδοση και άγνοια τής ζωντανής πραγματικότητας 3. η νοοτροπία λογοτεχνών και γενικά πνευματικών ανθρώπων οι οποίοι φυλάγουν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα …   Dictionary of Greek

  • πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δεντρόπαπια — (dendronessa).Γένος χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Ζουν κυρίως στη Βόρεια Αμερική και στην Κίνα, από όπου μεταφέρθηκαν και σε άλλα μέρη. Έχουν μέτριο μέγεθος (γύρω στα 15 20 εκ.) και εκτρέφονται κυρίως για τον ωραίο χρωματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτοκ, Μπέλα — (Bela Bartok, Ναγκισεντμικλός, Τρανσυλβανία 1881 – Νέα Υόρκη 1945). Ούγγρος συνθέτης. Ένας από τους διασημότερους Ούγγρους συνθέτες του 20ού αι. και μεταξύ των κορυφαίων μορφών της νεώτερης μουσικής. Πιανίστας, συνθέτης και έξοχος μελετητής του… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Τσινγκ ή Κινγκ — Τα σπουδαιότερα βιβλία της κομφουκιανικής σχολής, που άλλοτε αποδίδονταν στον Κομφούκιο, ενώ η σημερινή κριτική τείνει να αποδώσει μέρος τους σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Για να γίνει κανείς κρατικός υπάλληλος (μανδαρίνος), έπρεπε να ξέρει καλά …   Dictionary of Greek

  • μανταρίνος — ο βλ. μανδαρίνος, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”